περαιώνω

περαιώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) переправлять; 2) см. περαίνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "περαιώνω" в других словарях:

  • περαιώνω — περαιῶ, όω, ΝΑ φέρω κάτι στο απέναντι μέρος, περνώ κάποιον πέρα από ένα σημείο όπου ήταν προηγουμένως, διαπορθμεύω («περαιοῡν τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην», Πολ.) 2. περαίνω, αποπερατώνω, φέρω σε πέρας κάτι που άρχισα («ἐπεραίωσε τὸν λόγον»,… …   Dictionary of Greek

  • συμπεραιώ — όω, ΜΑ αποπερατώνω κάτι μαζί με άλλον, ολοκληρώνω κάτι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περαιῶ «περαιώνω, φέρω εις πέρας»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»